- προσαγοράσαι
- προσαγορά̱σᾱͅ , προσαγοράζωbuy besidesfut part act fem dat sg (doric)προσαγοράζωbuy besidesaor inf actπροσαγοράσαῑ , προσαγοράζωbuy besidesaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.